- πλατιασμός
- ὁ, Α(δωρ. τ.) βλ. πλησιασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλησιασμός — και δωρ. τ. πλατιασμός, ὁ, Α [πλησιάζω] 1. η πράξη τού πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα 2. (κυρίως για ζώα) σαρκική ένωση, συνουσία … Dictionary of Greek
Παλαμάς, Κωστής — (Πάτρα 1859 – Aθήνα 1943). Έλληνας ποιητής. Από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου, γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου τελείωσε και το γυμνάσιο, ορφάνεψε νωρίς από μητέρα και πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, που πάντα το θεωρούσε πραγματική… … Dictionary of Greek